-
1 πενθέω
πενθέω, beklagen, betrauern; bes. einen Todten, νέκυν πενϑῆσαι, Il. 19, 225. 23, 283; Hom. hat auch den int. πενϑήμεναι für πενϑέμεναι = πενϑεῖν, Od. 18, 173. 19, 120, welche Form alte Gramm. von einem ungebräuchlichen πένϑημι od. gar πενϑαίνω, wie Eust. ableiten; πενϑείετον = πενϑεῖτον, Il. 23, 283; πενϑοῠσι γόοις ἀκορεστοτάτοις, Aesch. Pers. 537; πενϑεῖ δ' ἄνδρα δόμος στερηϑείς, 571; πενϑεῖ νέον οἶκτον, Suppl. 62, u. oft; Soph. O. R. 1320 O. C. 743; Eur. u. folgde Dichter; Orak. bei Her. 7, 220; u. in Prosa: πενϑεῖ αὐτός τε καὶ οἱ ἑταῖροι, Plat. Phaedr. 258 b; so absolut auch Rep. X, 606 b; δημοσίᾳ τινά, Lys. 2, 66; τοὺς ἀπολωλότας, Xen. Hell. 2, 2, 3; μηδένα πώποτε
-
2 γαστήρ
γαστήρ, έρος, syncop. γαστρός, dat. plur. γαστράσι, Hippocr. γαστῆρσι, ἡ; Hom. γαστήρ z. B. Iliad. 16, 163, γαστέρος Odyss. 17, 473, γαστέρι Iliad. 6, 58, γαστέρα 21, 180, γαστέρες Odyss. 18, 44, γαστρός 15, 344, γαστρί Iliad. 5, 539; Bauch, Unterleib, von Hom. an überall; auch übertr., ἀσπίδος, die Wölbung des Schildes, Tyrt. 2, 24. – Am gew. der Magen; eigtl., ἔτειρε δὲ γαστέρα λιμός Od. 4, 369; γαστρὶ φορβὰν ἀνύειν Soph. Phil. 704; Magenwurst, mit Fett u. Blut gefüllt, Od. 18, 44. 118. 20, 25; Ar. Nubb. 408; der Magen als Sitz der Eßlust, des Hungers, κακοεργός Od. 18, 53; κέλεται δέ ἑ γαστὴρ μήλων πειρήσοντα καὶ ἐς πυκινὸν δόμον ἐλϑεῖν 6, 133; γαστρὶ χαρίζεσϑαι, dem Bauche fröhnen, Xen. Cyr. 4, 2, 39, δουλεύειν Luc. ep. 9 (XI, 410); γαστρὶ δελεάζεσϑαι, durch Freßbegier an den Köder gelockt werden, Xen. Mem. 2, 6, 1; γαστέρες οἶον, nur faule Bäuche, Schlemmer, Hes. Th. 26; Long. 4, 11; – γαστέρι δ' οὔ πως ἔστι νέκυν πενϑῆσαι Ἀχαιούς, mit Fasten betrauern, Iliad. 19, 225; – = Speise, γαστρὸς καὶ ποτοῦ ἐγκρατεῖς Xen. Cyr. 1, 2, 8, mäßig in Essen u. Trinken; ἢ οἴνου Mem. 1, 5, 11. – Mutterleib; γαστέρι φέρειν, Il. 6, 58 τῶν μή τις ὑπεκφύγοι αἰπὺν ὄλεϑρον χεῖράς ϑ' ἡμετέρας, μηδ' ὅν τινα γαστέρι μήτηρ κοῠρον ἐόντα φέροι· μηδ' ὃς φύγοι, ἀλλ' ἅμα πάντες Ιλίου ἐξαπολοίατ' ἀκήδεστοι καὶ ἄφαντοι, nicht das Kind im Mutterleibe möge verschont werden; ἐν γαστρὶ φέρειν = schwanger sein, Plat. Legg. VII, 792 e; im N. T. gew. ἐν γαστρὶ ἔχειν; ἐν γαστρὶ λαβεῖν, empfangen, Arist. ll. A. 9, 50. – Bei Philostr. v. Apoll. 3, 39 = Leibesfrucht. – In Lacedämon = γογγυλίς, Ath. IX, 369 a; s. γαστραία.
-
3 γαστήρ
γαστήρ, ἡ, gen. έρος, γαστρός: dat. -έρι, γαστρί (the longer forms in [dialect] Ep., Lyr., and once in Trag., E.Cyc. 220): dat. pl.Aγαστῆρσι Hp. Morb.4.54
,γαστράσι D.C.54.22
:—paunch, belly, Il.13.372, etc.; γ. ἀσπίδος the hollow of a shield, Tyrt.11.24; belly or wide part of a bottle, Cratin.190.2 the belly, as craving food,κέλεται δέ ἑ γ. Od.6.133
;βόσκειν ἣν γαστέρ' 17.228
; γαστέρι δ' οὔ πως ἔστι νέκυν πενθῆσαι, i. e. by fasting, Il.19.225;ἐν γαστρὸς ἀνάγκαις A.Ag. 726
(lyr.); to express gluttony,γαστέρες οἶον Hes.Th.26
;γ. ἀργαί Epimenid.1
;ἐγκράτεια γαστρὸς καὶ ποτοῦ X.Cyr.1.2.8
, cf. Oec.9.11; γαστρὸς ἐγκρατής master of his belly, Id.Mem.1.2.1; opp. γαστρὸς ἥττων, ib.1.5.1; γαστρὶ δουλεύειν, χαρίζεσθαι, to be the slave of his belly, ib. 1.6.8, 2.1.2; γ. δελεάζεσθαι ib. 2.1.4;τῇ γ. μετρεῖν τὴν εὐδαιμονίαν D.18.296
; τᾶς γαστρὸς φείδεσθαι, com. of one who has nothing to eat, Theoc. 21.41.II womb,ὅντινα γαστέρι μήτηρ.. φέροι Il.6.58
; ἐκ γαττρός from the womb, from infancy, Thgn.305; ἐν γαστρὶ ἔχουσα big with child, Hdt.3.32;ὗν ἔχουσαν ἐν γ. PFlor.130.3
(iii A. D.);ἐν γ. φέρουσα Pl.Lg. 792e
; ἐν γ. λαβεῖν conceive, Arist.HA 632a28, AP11.18 (Nicarch.), LXX Ge.30.41, al.; συλλαμβάνειν v.l. ib. Ge.25.21, cf. Ev.Luc.1.31;ἐς γ. βάλλεσθαι Hdt.3.28
; κατὰ γαστρὸς ἔχειν Vett. Val. 193.33;φέρειν Gp. 16.1.3
; alsoγυνὴ ἑπτὰ ἤδη γαστέρας δυστοκοῦσα Philostr.VA3.39
. (Perh.for γραστήρ, cf. γράω.) -
4 πενθέω
Aπενθείετον Il.23.283
; [dialect] Ep. inf.πενθήμεναι Od.18.174
, 19.120 : [tense] fut. : [tense] aor. , Aeschin. 3.211 : [tense] pf.πεπένθηκα Luc.Demon.25
, ([etym.] συμ-) D.60.33 : ([etym.] πένθος):— bewail, lament, esp. for persons,νέκυν πενθῆσαι Il.19.225
, cf. Trag.Adesp.331 ;πενθέειν τινα ὡς τεθνεῶτα Hdt.4.95
;π. γόοις A.Pers. 545
(anap.) ;π. τινὰς δημοσίᾳ Lys. 2.66
;π. τινὰ τριχί A.Ch. 173
;ἐπί τινι π. καὶ κείρασθαι Aeschin.3.211
: abs., mourn, go into mourning, Pl. Phdr. 258b, etc.: c. acc. cogn.,πενθεῖ νέον οἶκτον A.Supp.64
:—[voice] Pass., to be mourned for, Isoc.10.27 ;πένθος ἀμφί τινι πενθεῖται Arr. Tact.33.4
.
См. также в других словарях:
πενθώ — πενθῶ, έω, ΝΜΑ [πένθος] 1. κατέχομαι από βαθιά ψυχική οδύνη και θρηνώ για μια μεγάλη συμφορά και, κυρίως, για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου («νέκυν πενθῆσαι», Ομ. Ιλ.) 2. έχω πένθος, είμαι σε πένθος 3. φέρω τα εξωτερικά σημάδια τού πένθους… … Dictionary of Greek